λέων

λέων
λέων, -οντος
Grammatical information: m.
Meaning: `lion' (Il.), dat. pl. also λείουσι (Il.; metr. length., cf. Schwyzer 571, Chantraine Gramm. hom. 1, 102),
Dialectal forms: Myc. instr. rewopi \/lewomphi\/, rewotejo \/lewonteios\/
Compounds: Compp., e.g λεοντό-πους `lionfooted' (E., inscr.) with λεοντο-πόδιον plantname (Dsc.; cf. Strömberg Pflanzennamen 42), χαμαι-λέων `lizard, `Chamaileon' (Arist.; Risch IF 59, 256), also as plantn. (Thphr., Dsc.; because of the changing colour, Strömberg 110); on -λέων, -λέωνος in PN (second.) Bechtel Hist. Personenn. 277. Cf. on λεό-παρδος.
Derivatives: 1. Diminut.: λεόντ-ιον (Theognost. Can., Med.), -άριον (inscr., pap.), also as f. PN (Epicur), -ίς `lion-like ornament' (Lydia), -ιδεύς `young lion' (Ael., Boßhardt 126). 2. λεοντέη, -τῆ f. `lion skin' (IA.). - 3. Adj. λεόντ-ειος `of a lion, lionlike' (A., Theoc., AP), ; -ώδης `lionlike' (Pl., Arist.), -ικός `of a lion' (Porph.), -ιανός `born under the sign of a lion' (Cat. Cod. Astr.). 4. Adv. λεοντ-ηδόν `like a lion' (LXX; Schwyzer 626). - 5. λεοντ-ιάω with -ίασις name of a disease (medic.; after ἐλεφαντ-ιάω, -ίασις). - 6. PN Λεοντ-εύς, -ίας etc., s. Boßhardt 72, Bechtel Hist. Personennamen 276 f., Namenst. 36. - Fem. λέαινα `lioness' (Hdt., A., Ar.). Acc. to λέαινα λέων was like δράκων a. o. orig. an n-stem (diff Specht KZ 63, 221: sec. loss of dental in λέαινα).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] SemitX
Etymology: LW [loanword] of unknown source; Hebr. lābī', Assyr. labbu, Egypt. labu are rather diff. phonetcally. From λέων Lat. leō, -ōnis (n-stem Lat. innovation); from there direct or indirectly the Europ. forms like OIr. leon (gen. pl.), OE. lēo, OHG lewo (from there Slav., e.g. Russ. lev, with Lith. lẽvas), second. louwo (\> Latv. laũva), Löwe. Details in W.-Hofrnann s. leō, Vasmer Wb. s. lev, Schrader-Nehring Reallex. 2, 18 f. - On itself stands λῖς (λίς; on the acc. Berger Münch. Stud. 3, 6 f.), acc. λῖν m. `lion' (Il.; Schwyzer 570f.), already by Pott and Benfey compared with resembling Hebr. lajiš `lion'.
Page in Frisk: 2,113

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λέων — masc nom sg Λής masc gen pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέων — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • Λέων ο Αφρικανός — (Χασάν Ιμπν Μοχάμαντ αλ Μπαζάν, 1494 – 1552;). Άραβας γεωγράφος. Καταγόταν από οίκο ευγενών της Γρενάδα. Μετά την κατάλυση του αραβικού κράτους στην Ισπανία, σπούδασε στο Φεζ και στη συνέχεια ταξίδεψε στη βόρεια Αφρική και στη νοτιοδυτική Ασία.… …   Dictionary of Greek

  • Λεῶν — Λεώς men masc gen pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεῶν — λαός men masc gen pl (ionic) λεάζω to be smooth fut part act masc voc sg λεάζω to be smooth fut part act neut nom/voc/acc sg λεάζω to be smooth fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεών — Λεώ̆ν , Λεώς men masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεών — λαός men masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέων ο Τριπολίτης — (τέλη 9ου – μέσα 10ου αι. μ.Χ.). Εξισλαμισμένος χριστιανός πειρατής από την Τρίπολη της Φοινίκης. Επιδόθηκε πολύ νέος στην πειρατεία και απέκτησε δικό του πειρατικό στόλο. Επιδεικνύοντας τόλμη και αγριότητα, αλλά και βοηθούμενος από το πειρατικό… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Λέων — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 428 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, νοτιοανατολικά του όρμου Έξω Χώρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτεμισίων του νομού Ζακύνθου …   Dictionary of Greek

  • Αλλάτιος, Λέων — (Χίος 1587 – Ρώμη 1669).Θεολόγος και φιλόλογος, από τους πιο σπουδαίους Έλληνες λόγιους της τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε στη Χίο από ορθόδοξους γονείς, αλλά υπό την επιρροή του καθολικού θείου του, που ήταν και ο πρώτος του δάσκαλος, άρχισε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”